-
1 ὑλάω
A = ὑλακτέω, used only by Poets and only in [tense] pres. and [tense] impf., bark, bay, of dogs,κύνες οὐχ ὑλάουσιν, ἀλλὰ περισσαίνουσι Od. 16.9
;κύων.. ἄνδρ' ἀγνοιήσασ' ὑλάει 20.15
;θεσπέσιον ὑλάοντες Theoc. 25.70
:—[voice] Med.,κύνες οὐχ ὑλάοντο Od.16.162
.2 metaph. of a man, howl, ἣ μάτην ὑλῶ (so Herm. for ὑλακτῶ); S.Fr.61 (lyr., dub.); of Cassandra,μάτην ὑλάουσα Tryph.421
. -
2 κνυζηθμός
κνυζ-ηθμός, ὁ, prop. of dogs,A whining, whimpering, opp. barking or snarling,κύνες τε ἴδον καί ῥ' οὐχ ὑλάοντο, κνυζηθμῷ δ' ἑτέρωσε διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Od.16.163
; of wild beasts, A.R.3.884; of young bears, Opp.C.3.169 (pl.); of children, Ath.9.376a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνυζηθμός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский